Πέρσες
Κείμενο από Μετάφραση
ΠΑΡΟΔΟΣ
ΧΟΡΟΣ
Των Περσών πὄχουν φύγει και πήγανε
στων Ελλήνων τη χώρα, εμείς είμαστε
οι Πιστοί που μας λένε,
και των πλούσιων αυτών και πολύχρυσων
παλατιών οι φυλάχτορες,
που απ᾽ αξιά μας ο ίδιος ο αφέντης μας
Δαρειογέννητος Ξέρξης μάς διάλεξε
ν᾽ αγρυπνούμε στην χώρα του επάνω.
Μα για το γυρισμό του χρυσόφραχτου
του στρατού μας και του βασιλέα μας
έχει αρχίσει πολύ κακομάντευτη 10
ν᾽ ανταριάζει η καρδιά μου και μέσα της
να φρουμάζει - γιατ᾽ είν᾽ όλ᾽ η δύναμη
της Ασίας φευγάτη
και κανείς πεζοδρόμος με μήνυμα
και κανείς καβαλάρης δεν έφτασε
στων Περσών, ως τα τώρα, την πόλη.
Εκείνου αφήνοντας Σούσα κι Εγβάτανα
και τ᾽ αρχαία Κισσιανά τα πυργόκαστρα
φύγαν, άλλοι καβάλα στ᾽ αλόγατα,
άλλοι μες στα καράβια κι οι αμέτρητοι
με τα πόδια πεζοί,
του πολέμου τ᾽ ολόπυκνο στίφος. 20
Έτσι τότε ο Αρμίστρης κι ο Αρτάφρενος
Μεγαβάτης κι Αστάσπης χυμήσανε
κεφαλές των Περσών, του μεγάλου μας
Βασιλιά βασιλιάδες υπήκοοι,
οδηγώντας το αμέτρητο στράτεμα,
τοξοκράτορες και καβαλάρηδες
φοβεροί να τους δεις και στον πόλεμο
τρομεροί με τ᾽ αδάμαστο
της ψυχής τωνε θάρρος.
Κι ο Αρτεμβάρης περήφανος στο άτι του
κι ο Μασίστρης κι ο Ιμαίος σαϊττορίχτορας 30
μες στους πρώτους, μαζί κι ο Φαράντακος
κι ο που τ᾽ άτια προγκάει ο Σοστάνης.
Κι άλλους πάλι ο μεγάλος πολύθροφος
Νείλος στέλνει· καθώς ο Σουσίσκανος
της Αιγύπτου βλαστάρι, ο Πηγάσταγος
και της άγιας της Μέμφιδας ο άρχοντας
ο μεγάλος Αρσάμης κι ο κύριος
της πανάρχαιας της Θήβας ο Αριόμαρδος,
κι όσοι λάμνουν στους βάλτους τα προιάρια τους,
φοβερό κι εν᾽ αρίφνητο πλήθος. 40
Κι ακλουθούσαν οι Λυδοί οι καλοζώητοι,
ψυχομέτρι, μ᾽ όσα έθνη εξουσιάζουνε
στεριανά κατά κείνα τα σύνορα,
που ο γενναίος ο Αρκτέας κι ο Ματράγαθος
σαλαγούν, βασιλιάδες πολέμαρχοι
κι απ᾽ τις Σάρδεις κινούν τις πολύχρυσες
πάνω σ᾽ άρματα δίζυγα, τρίζυγα,
μύρια τάγματα
που τρομάρα σε πιάνει να βλέπεις.
Και του Τμώλου καυχιούνται οι πλησιόχωροι
το ζυγό της σκλαβιάς να περάσουνε 50
της Ελλάδας: ο Μάδρος κι ο Θάρυβης
στων λογχών τα χτυπήματ᾽ ατράνταχτοι
σαν αμόνια· μαζί κι οι Μυσοί,
φοβεροί ακοντιστάδες.
Κι η χρυσή Βαβυλώνα κατέβασε
μέγα ρέμα στρατού παντοσύσμιχτο,
άλλους ναύτες για τ᾽ άρμενα
κι άλλους πὄχουν τα θάρρη τους
στο πιδέξιο του τόξου το τράβηγμα.
Κι ακλουθούνε φουσάτ᾽ απ᾽ ολάκερη
την Ασία οι σπαθοφόροι, υπακούοντας
στην τρανή προσταγή του αφεντός μας.
Έτσι τ᾽ άνθος, όλ᾽ οι άντρες, της χώρας μας
φευγάτ᾽ είναι κι η Ασία που τους έθρεψε, 60
λαχταρά ᾽π᾽ άκρη σ᾽ άκρη στενάζοντας
με καϋμό φλογερό, ενώ οι γέροι τους
οι γονιοί κι οι γυναίκες τους
τις ημέρες μετρούν και καρδιοσώνουνται
όσον πάει του μάκρου ο καιρός.
Είν᾽ αντίκρυ περασμένος, καιρός τώρα,
στη γειτονική τη χώρα
ο στρατός του Βασιλέα ο καστρομάχος,
με σκοινόδετο αφού διάβηκε γιοφύρι
απ᾽ της Έλλης το κανάλι 70
ζυγό ρίχνοντας στης θάλασσας το σβέρκο
δρόμο στεριοκαρφωμένο.
Και προγκάει το της πολύαντρης της Ασίας
ο θούριος άρχοντας σε γη και σ᾽ οικουμένη
τ᾽ αναρίθμητο, ένα θάμα, το κοπάδι,
διπλή στράτα, από στεριάς κι από πελάου
μπιστεμένος σε πρωτάρηδες γενναίους
και τρανούς - ο ισόθεος άντρας
της χρυσής γενιάς βλαστάρι. 80
Αιμοβόρου θεριού αστράφτει απ᾽ τη ματιά του
μαύρη φλόγα και κινώντας
μύρια χέρια, σκαριά μύρια,
σπρώχνει εμπρός το Ασσύριο τ᾽ άρμα
και πάει να ρίξει πάνω σ᾽ άντρες
στο κοντάρι ξακουσμένους
Άρη τοξοδαμαστή.
Και ποιός θα ᾽ταν ικανός να σταθεί αντίκρυ
στης ανθρώπινης το ρέμα της πλημμύρας
και με φράχτες, όσο στέριους, να κρατήσει
τ᾽ απολέμητο της θάλασσας το κύμα; 90
γιατ᾽ αβάσταγο ᾽ν᾽ το στράτεμα
των Περσών κι έχει ο λαός μας
πολεμόχαρη καρδιά.
Μα ποιός άνθρωπος θνητός θενα ξεφύγει
του θεού τη δολομήχανην απάτη;
ποιός με πόδι τόσο αψύ θα βγάλει πέρα
τέτοιο πήδημα, έτσι εύκολα, ποτέ του; 100
Γιατί πρόσχαρη με χάδια η Θεοβλάβεια
τον θνητό τον ξεπλανάει ως να τον σύρει
μες στα βρόχια της, οπούθε να ξεμπλέξει
κι όξω πέσει, μπορετό κανείς δεν είναι.
Έτσ᾽ η Μοίρα των Θεών βαστάει από πάντα
για τους Πέρσες κι όρισ᾽ έτσι:
να βολεύουνε πολέμους καστρομάχους,
αλογόδιωχτες αντάρες και παρμένες
να κουρσεύουν των εχθρών τις πολιτείες.
Μα έμαθαν και της πλατύδρομης της θάλασσας 110
σαν αφρίζει με την μάνητα του ανέμου
τους απέραντους τους κάμπους ν᾽ αντικρίζουν
μπιστεμένοι στα λεπτόκλωνα τα ξάρτια
και τα ξύλινα σκαριά τ᾽ ανθρωποφόρα.
Γι᾽ αυτό τώρα ένας φόβος χαράζει
τη θλιμένη μου μαύρη καρδιά:
«πάει ο στρατός των Περσών, ωχ αλί!»
μήπως τύχει και τέτοια ακουστεί
φωνή μες τη μεγάλη τη χώρα,
στων Σουσίων την πόλη, έρμη τώρα.
Και σηκώσει των Κισσίων το κάστρο 120
κι αυτό θρήνον αντίφωνο: «ωχ αλί!»
που θα σκούζει το γυναικοθέμι,
ενώ απάνω σε πέπλους λινούς
θενα πέφτουν τα χέρια
κάνοντάς τους ξεσκλίδια κουρέλια.
Γιατ᾽ ολάκερος ένας λαός
καβαλάρηδες και στρατοκόποι,
όμοια σμάρι μελίσσια, μας άφησε
και πάει άφαντος
το στρατάρχη του ακλουθώντας κατόπι,
αφού εδιάβη τους όχτους της θάλασσας,
που ζεμένοι απ᾽ τις δυο τις μεριές 130
τώρα ενώνουν τις δυο τις στεριές.
Μ᾽ απ᾽ τον πόθον, εδώ, των αντρών
τα κρεβάτια γιομίζουν με δάκρυα
κι οι Περσίδες λιωμένες στο πένθος των
όλες και καθεμιά
που με φίλαντρη αγάπη στην καρδιά
το γενναίο πολεμόχαρον άντρα της
κατευόδωσε - τώρ᾽ απομένει
στην ερμιά της μονόταιρη, η θλιμμένη.
Μα έλα, εμείς, από κάτω σ᾽ αυτή 140
την αρχαία τη στέγη ας καθίσομε,
με φροντίδα βαθειά καλοστόχαστη
-γιατ᾽ η χρεία το καλεί - να εξετάσουμε·
τί να γίνεται τάχα ο Δαρειογέννητος
βασιλιάς μας ο Ξέρξης,
που απ᾽ το γένος του έχει ο λαός
των Περσών τ᾽ όνομά του παρμένο;
να νικά της σαΐτας το ρίξιμο,
ή μην άραγε νίκησε η δύναμη
της σιδεροκέφαλης λόγχης;
Νά, στην ώρα προβαίνει, σα φως
απ᾽ τα μάτια των Θεών, κατά δω 150
του μεγάλου η μητέρα βασιλιά
και δική μου βασίλισσα - εμπρός
πέφτω και προσκυνώ.
κι όπως έχομε χρέος, ταπεινά
ας χαιρετήσομεν όλοι με σέβας.
ΠΡΩΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
Των βαθύζωνων Περσίδων χαίρε, ρήγισσα τρανή,
γηραλέα του Ξέρξη μάννα, του Δαρείου γυναίκα, εσύ,
ενός θεού ομόκοιτ᾽ ήσουν και μητέρα ενός θεού,
αν η αρχαία τύχη δεν έχει το στρατό μας αρνηστεί.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Γι᾽ αυτά τώρα κι έχω αφήσει τα παλάτια τα χρυσά,
τον κοινό με τον Δαρείο θάλαμό μας μια φορά, 160
κι ήρθα εδώ· και μένα η έγνοια μού χαράζει την καρδιά,
- σε σας φίλοι, δε θα κρύψω αυτό το φόβο πὄχω εγώ -
μήπως ο μεγάλος πλούτος δώσει με το πόδι μια
και στο χώμα κάτω απλώσει την ευτυχία μας την παλιά,
που όχι δίχως τη βοήθεια κάποιου αψήλωσε Θεού
ο Δαρείος· κι έτσι το νου μου μια διπλή έγνοια τυραννά
που δε λέγεται: πως μήτε δίχως άντρες θησαυροί
έχουνε τιμή στον κόσμο, μα ούτε κι άνθρωποι χωρίς
χρήματα λάμπουνε μ᾽ όσον έχει η δύναμή τους φως.
έχομε άφθονα εμείς πλούτη, μα ένας φόβος με κρατά
για τα μάτια - γιατί μάτι των σπιτιών λογιάζω εγώ
του κυρίου την παρουσία· και μια που ᾽ναι έτσι αυτά,
σύμβουλοί μου να γενήτε, Πέρσες γηραλέοι πιστοί, 170
σε όσα θα μου ακούστε τώρα· γιατί μόνον από σας
έχω να προσμένω κάθε καλή κι άξια συμβουλή.
ΧΟΡΟΣ
Μα, ω βασίλισσα της χώρας, γνώριζέ το, δυο φορές
να ζητήσεις λόγο ή έργο δε χρειάζεται από μας,
σ᾽ όσα θα ᾽χε η δύναμή μας οδηγός σου να γενή·
γιατί σύμβουλος με πάσα προθυμία, εμάς, καλείς.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Μες σ᾽ όνειρα πολλά περνώ τις νύχτες μου όλες,
από τότε π᾽ αρμάτωσε στρατόν ο γιος μου
και πήε τη χώρα να υποτάξει των Ιώνων·
μ᾽ ακόμα τόσο φανερό δεν είδα κι άλλο,
σαν τη νύχτα που πέρασε, και θα τ᾽ ακούσεις. 180
Μου φάνηκε μπροστά μου δυο καλοντυμένες
πως βγήκανε γυναίκες, στολισμένη η μια τους
με περσικούς κ᾽ η δεύτερη με δώριους πέπλους,
πολύ απ᾽ τις τωρινές ξεχωριστές στο μπόι
και στην ασύγκριτη ομορφιά· κι απ᾽ το ίδιο γένος
αδερφές, της μιας έδωσε πατρίδα ο κλήρος
την Ελλάδα, της άλλης τη γη των βαρβάρων.
μου φάνηκε λοιπόν σαν κάποια ανάμεσό τους
να ᾽χανε στήσει αμάχη αυτές, κι ως το είδε ο γιος μου,
να τις κρατήσει επάσκιζε και τις μερέψει, 190
ως που τις ζέβει στο άρμα του και ζυγολούρια
στο σβέρκο των περνά· κορδώνουνταν η μια τους
με τα στολίδια αυτά κ᾽ έδινε υπάκουο στόμα
στα γκέμια της, ενώ φτερνοκοπιόνταν η άλλη
και μια τα σύνεργα του δίφρου θρυμματίζει,
και με βια τον ξεσέρνει δίχως χαλινάρια,
ως που τέλος σε δυο το ζυγό σπα στη μέση.
και πέφτει ο γιος μου κι ο πατέρας του κοντά του
φτάνει γεμάτος λύπηση κι άμα τον βλέπει
σκίζει τα ρούχα επάνω του που φόραε ο Ξέρξης.
Αυτά είναι, λέγω, τα όνειρα που είδα τη νύχτα· 200
μ᾽ αφού πάνω σηκώθηκα κι από καθάρια
πηγή τα χέρια μου έβρεξα, προσφορές παίρνω
και πήγα στο βωμό μπροστά, να τις προσφέρω
στους αποτρόπαιους τους θεούς, που τους ανήκουν
αυτ᾽ οι εξιλασμοί· και, νά, βλέπω να φεύγει
ένας αϊτός προς το βωμό του Φοίβου· στέκω
βουβή απ᾽ το φόβο, φίλοι μου, κι ευτύς αμέσως
βλέπω να χύνει επάνω του ένα κιρκινέζι
γοργόφτερο και να μαδάει την κεφαλή του
με τ᾽ αρπάγια του· εκείνος τίποτ᾽ άλλο, μόνο
του παρατούσε ζαρωμένος το κορμί του.
Τρόμος για μέν᾽ αυτά να δω, και να τ᾽ ακούτε 210
όμοια και σεις. γιατί, το ξέρετε, που ο γιος μου,
αν θα πετύχει, δόξα ασύγκριτη θα πάρει,
μα κι αν του ερθούν ενάντια, δεν έχει να δώσει
λόγο στη χώρα του και, φτάνει να ᾽ρθει πίσω,
το ίδιο πάντα ρήγας της κι αφέντης θα ᾽ναι.
ΧΟΡΟΣ
Δεν το θέλομε, μητέρα, με τα λόγια μας πολύ
να σου δίνομε ούτε θάρρος, ούτε φόβο· στους θεούς
μόνο λέγω να προσπέσεις με παράκλησες κι ευχές,
κι αν κακό ήταν τ᾽ όνειρό σου, ζήτησέ τους το κακό
να ξορκίσουν και να δώσουν σε καλό να βγουν αυτά
και για σε και τα παιδιά σου και τη χώρα όλη και μας,
κι έπειτα χοές να κάμεις και στη Γη και στους νεκρούς 220
κι απ᾽ τον άντρα σου Δαρείο, που είδες λες τη νύχτ᾽ αυτή,
ζήτα μ᾽ όλη την καρδιά σου, κάτ᾽ από τη γη στο φως
και για σένα και το γιο σου να σας στέλνει όλο χαρές
και τα ενάντια στης γης μέσα να κρατάει τη σκοτεινιά.
Τέτοια συμβουλή σου δίνει με προαίρεση αγαθή
ψυχομάντευτη η καρδιά μου κι όπως κρίνομεν εμείς
όλ᾽ αυτά σε καλό θά βγουν από κάθε τους μεριά.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ξέρω αλήθεια, πως συ πρώτος του όνειρού μου αυτού κριτής
καλοπροαίρετος στο γιο μου και στα σπίτια του εξηγάς
τόσος βέβαια το πράμα· κι είθ᾽ ας γίνει ό,τι ᾽ν᾽ καλό.
Λοιπόν μόλις μπούμε μέσα στα παλάτια, όλ᾽ αυτά 230
θενα κάμομε, όπως είπες, στους θεούς και στους δικούς
πόχουμε κάτ᾽ απ᾽ το χώμα. Μα ήθελα να ξέρω εγώ,
την Αθήνα, σε ποιό μέρος λες να βρίσκεται της γης;
ΧΟΡΟΣ
Πέρα προς τη δύση, εκεί όπου βυθάει ο ήλιος βασιλιάς.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Μα πολύ λαχτάρα ο γιος μου είχε για τη πόλη αυτή.
ΧΟΡΟΣ
Γιατί κι όλη την Ελλάδα θα ᾽κανε δικιά του ευτύς.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τόσο ανθρώπων τάχα πλήθος ο στρατός των να μετρά;
ΧΟΡΟΣ
Στρατός τέτοιος που στους Μήδους έκαμε πολλά κακά.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Κι άλλο εξόν αυτά; μην έχουν κι άφθονο στα σπίτια βιος;
ΧΟΡΟΣ
Μια ασημόφλεβα στα σπλάχνα της γης έχουν θησαυρό.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Λες τοξόρριχτες σαΐτες να κρατούν στα χέρια αυτοί;
ΧΟΡΟΣ
Όχι· μα όπλα χερομάχα κι ασπιδόσκεπες στολές. 240
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Και μπροστάρης των ποιός στέκει κι εξουσιάζει το στρατό;
ΧΟΡΟΣ
Δούλοι δε λογιούνται ανθρώπου, ουδ᾽ υπήκοοι κανενός.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Κι όταν πάει εχτρός στη γη τους, πώς μπροστά του θα σταθούν;
ΧΟΡΟΣ
Όπως του Δαρείου εφτείραν τον πολύ κι άξιο στρατό.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Κακές έγνοιες στων φευγάτων τους γονιούς αυτά που λες.
ΧΟΡΟΣ
Μα την πάσα αλήθεια ελπίζω, θενα μάθεις τώρα ευτύς,
γιατ᾽ από το τρέξιμό του Πέρσης δείχνει να ᾽ν᾽ αυτός,
πόρχεται και φέρνει νέα σίγουρα - καλά ή κακά.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Ω της Ασίας ολάκερης χωριά και χώρες,
ω της Περσίας γη, λιμάνι τόσου πλούτου, 250
πώς μ᾽ ένα μόνο χτύπημα τόση ευτυχία
γένηκε στάχτη κι έρεψε των Περσών τ᾽ άνθος!
Οϊμέ!
κακό ᾽ναι και το μήνυμα κανείς να φέρνει
πρώτος της συμφοράς· μα όμως ανάγκη ακόμα
κι όλο σε σας το πάθημα να ξεδιπλώσω·
γιατ᾽ όλος πάει, χάθηκ᾽ ο στρατός μας, Πέρσες.
ΧΟΡΟΣ
Ω μαύρες μαύρες συμφορές
ανήκουστες φριχτές ώι γω!
βρύση τα δάκρυά μου ας χυθούν
στο τέτοιο πένθος που γρικώ.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Ναι, παν χαθήκαν όλα εκείνα κι εγώ ο ίδιος 260
ανέλπιστα το φως του γυρισμού μου βλέπω.
ΧΟΡΟΣ
Αλήθεια μακροζώητα
χρόνια μού γράφονταν, αχ κι αχ!
ν᾽ ακούσω τέτοια ανέλπιστη
στα γερατειά μου συμφορά.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Μα εγώ μπροστά ήμουν κι ακουστά δεν τα ᾽χω απ᾽ άλλους,
που θα σας πω τα τί κακά μάς βρήκαν, Πέρσες.
ΧΟΡΟΣ
Κι έτσι του κάκου το λοιπόν, οϊμένανε οϊμέ,
οι μυριοπαντομαζωχτές
απ᾽ όλη την Ασία αρματωσιές,
που πήγαν στην Ελλάδα, εκεί 270
στη γη την εχθρική!
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Κι είναι γιομάτα απ᾽ τους αρίζικους νεκρούς μας
της Σαλαμίνας κι όλα γύρου τ᾽ ακρογιάλια.
ΧΟΡΟΣ
Για τα κορμιά μού λες, οϊμένανε, οϊμέ,
των φίλων, θαλασσόδαρτα
που μια σηκώνει μια βυθά
το κύμα και χωρίς ζωή
μες στα φαρδιά τους τ᾽ αντεριά κυλά.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Γιατί τα τόξα αδράνησαν κι ο στρατός όλος
απ᾽ τα έμβολα των καραβιών πάει δαμασμένος.
ΧΟΡΟΣ
Κακόθρηνο άραχλο γουητό 280
των άθλιων σκούζε των Περσών,
που τους τα φέρανε οι θεοί
όλα κακήν κακώς
και πάει χάθηκε ο στρατός. - αλί!
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Ω πολυμίσητο όνομα της Σαλαμίνας
κι ωχ! πώς στενάζω να θυμούμαι την Αθήνα!
ΧΟΡΟΣ
Στους άθλιους κακοσύντυχη
αλήθεια, Αθήνα, εμάς·
πώς να ξεχνώ, που ορφάνεψες
τόσες Περσίδες άδικα
κι απ᾽ άντρες και παιδιά.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Στέκω βουβή ως την ώρα, σα να τα ᾽χω χάσει 290
στην τόση συμφορά· γιατ᾽ έτσι κάθε μέτρο
περνάει αυτή, π᾽ ούτε το στόμα μου ν᾽ ανοίξω
μπορώ και για τα πάθη μας να τον ρωτήσω·
όμως ανάγκ᾽ οι άνθρωποι τις δυστυχίες
που στέλνει η μοίρα να υπομένουν· λοιπόν όλη
ξεδίπλωνε την συμφορά κι όσο αν στενάζεις
να τα θυμάσαι, σφίξε την καρδιά και πε μας
ποιός δεν έχει χαθεί και ποιόν απ᾽ τους στρατάρχους
έχουμε να ποθούμε, που αρχηγός σκηπτούχος
την τάξη του έρημη άφησε με τη θανή του.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Ο ίδιος ο Ξέρξης ζει και του ήλιου το φως βλέπει.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Για τα δικά μου σπίτια φως είπες μεγάλο 300
κι από νυχτιά θεοσκότεινη ξέλαμπρη μέρα.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Μα ο Αρτεμβάρης που όριζε δέκα χιλιάδες
καβαλαραίους, στους Σιληνιούς τον κάβο γύρω
δερνοχτυπιέται στα τραχιά τα βράχια επάνω.
Και με μια κονταριά ο χιλίαρχος ο Δαδάκης
απ᾽ το καράβι του αλαφρό πήδημα πήρε.
Κι απ᾽ τους Βακτρίους ο πρώτος στη γενιά, ο Τενάγος,
του Αίαντα το θαλασσόδαρτο νησί γυρίζει.
Κι ο Λίαιος κι ο Αρσάμης και τρίτος ο Αργήστης
γύρω αυτοί στο νησί που θρέφει περιστέρια
νικημένοι κουτρίζανε τη σκληρή ξέρα. 310
Κι ο Αρκτέας που στις πηγές γειτόνευε του Νείλου,
κι ο Αδεύης και μαζί κι ο ασπιδοφόρος τρίτος
Φαρνούχος, βούλιαξαν αυτοί στο ίδιο καράβι.
Κι ο Μάταλος από τη Χρύσα που οδηγούσε
δέκα χιλιάδες, πέφτοντας άλλαξε χρώμα
της μακριάς του πυκνής πυρρόξανθης γενειάδας,
πλέοντας μέσα σ᾽ άλικο λουτρό πορφύρας.
Κι ο μάγος ο Άραβος κι ο Βάκτριος ο Αρτάμης,
που όριζε μαύρ᾽ αλόγατα τριάντα χιλιάδες,
στη σκληρή γη που πέσανε κατοικιά πήραν·
κι ο Άμηστρης κι ο Αμφιστρίας που κυβερνούσε δόρυ 320
στη μάχη ακαταπόνητο κι ο αντρείος, που πένθος
στις Σάρδεις άφησε Αριόμαρδος κι ο Μύσιος
ο Σησάμης κι ο Θάρυβης ο κυβερνήτης
πέντε φορές πενήντα καραβιών, της Λύρνας
θρέμμα κι όμορφος άντρας, μα που βρήκε
κακόν ο μαύρος θάνατο· και των Κιλίκων
ο έπαρχος ο Συέννεσης, στην τόλμη πρώτος,
που ένας αυτός τον πιο πολύ στους εχθρούς κόπο
αφού έδωσε, με θάνατο πήε δοξασμένο.
Τόσα είχα για τους αρχηγούς να μνημονεύσω
λίγ᾽ από τα πολλά κακά που μας ευρήκαν. 330
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Οϊμέ, κι ακούω κακά που άλλα τέτοια δεν έχει,
για τους Πέρσες ντροπές και σπαραγμός και θρήνος·
μα στρέψε πάλι απ᾽ την αρχή και πε μου: πόσα
τάχα να ᾽ταν πολλά τα Ελληνικά καράβια,
που τόλμησαν ν᾽ αντικριστούν με την αρμάτα,
την Περσική και στρέψουν πάνω τα έμβολά τους;
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Αν ήταν απ᾽ τον αριθμό, βέβαιη και να ᾽σαι
πως θα νικούσαμεν εμείς· γιατ᾽ όλο κι όλο
δέκα φορές τριάντα οι Έλληνες καράβια
είχαν κι όξ᾽ απ᾽ αυτά και διαλεχτ᾽ άλλα δέκα. 340
ενώ ο Ξέρξης, το ξέρω, μια ήτανε χιλιάδα
τα πλοία π᾽ οδηγούσε και διακόσ᾽ εφτ᾽ άλλα
στο τρέξιμο απαράβγαλτα· κι έτσι, όπως σου είπα,
λες τάχα, όσα γι᾽ αυτό, να πέφταμ᾽ εμείς κάτω;
μα ένας θεός τον έφτειρ᾽ έτσι το στρατό μας
πάρα πολύ βαραίνοντας απ᾽ το ένα μέρος
τη ζυγαριά μ᾽ όχι ισομετρημένη τύχη.
Οι θεοί την πόλη προστατεύουν της Παλλάδας.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Η Αθήνα λοιπόν άπαρτη μένει ως τα τώρα;
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Οι άντρες σα μένουν το πιο σίγουρο είναι κάστρο.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Και ποιά έγινε η αρχή στη σύγκρουση των στόλων; 350
ποιοί, πε μας, πρώτοι ν᾽ άρχισαν, οι Έλληνες τάχα,
ή ο γιος μου στα πολλά τα πλοία του θαρρεμένος;
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Αρχή στην πάσα συμφορά, δέσποινα, κάποια
θεϊκιά κατάρα ή πονηρόν έκαμε πνεύμα,
που φάνηκε από πού δε ξέρω· γιατί κάποιος
Έλληνας ήρθ᾽ από το στρατό των Αθηναίων
κι είπε στο γιό σου Ξέρξη αυτά: πως άμα πέσει
της μαύρης νύχτας το σκοτάδι, δε θα εμέναν
οι Έλληνες άλλο, μα στων καραβιών θα ορμούσαν
τα σκαμνιά πάνω, για να σώσει όπου προφτάσει
καθένας με κρυφή φευγάλα τη ζωή του· 360
Και κείνος άμα τ᾽ άκουσε, χωρίς να νιώσει
το δόλο του Έλληνα, ούτε των θεών το φθόνο,
σ᾽ όλους τους ναύαρχούς του αυτή τη διάτα βγάζει:
Σαν παύσουν να φλογίζουνε του ήλιου οι αχτίνες
τη γη, κι απλώσει το σκοτάδι στον αιθέρα,
σε τρεις σειρές να τάξουν τα πολλά καράβια
για να φυλάξουν τα στενά και τα πολύβουα
περάσματα της θάλασσας, κι ολόγυρ᾽ άλλα
το θείο του Αίαντα το νησί να περιζώσουν·
γιατί αν γλιτώναν οι Έλληνες τον κακό χάρο,
βρίσκοντας με τα πλοία κρυφό φευγιό από κάπου, 370
όλοι, να ξέρουν, θα ᾽χαναν την κεφαλή τους.
Τέτοια με πάρα θαρρετή καρδιά προστάζει,
γιατί δεν ήξερε, οι θεοί το τί του γράφαν.
Κι αυτοί μ᾽ όλη την τάξη και με υπάκουη γνώμη
το δείπνο τους ετοίμασαν κι ο κάθε ναύτης
καλοβαλμένα στους σκαρμούς κουπιά επερνούσε.
Κι όταν του ήλιου εχώνεψε το φως κι η νύχτα
κατέβαινε, τη θέση τους πήραν καθένας
κι οι δουλευτάδες του κουπιού κι οι αρματομάχοι·
Κι η μια την άλλη απ᾽ τα μακριά καράβια τάξη 380
παρακινώντας ξεκινούν μ᾽ όποια καθένας
του είχε οριστεί σειρά, και στα πανιά οληνύχτα
κρατούσαν τα καράβια τους οι καπετάνιοι.
Μα η νύχτα προχωρεί, κι οι Έλληνες κρυφό δρόμο
ν᾽ ανοίξουν από πουθενά δε δοκιμάζουν·
όταν όμως με τ᾽ άσπρα τ᾽ άτια της η μέρα
φωτοπλημμύριστη άπλωσε σ᾽ όλο τον κόσμο,
μια πρώτ᾽ ακούστηκε απ᾽ το μέρος των Ελλήνων
βουή τραγουδιστά με ήχο φαιδρό να βγαίνει
και δυνατ᾽ αντιβούιζαν μαζί κι οι βράχοι
του νησιού γύρω, ενώ τρομάρα τους βαρβάρους 390
έπιασεν όλους, που έβλεπαν πως γελαστήκαν.
γιατί δεν ήταν για φευγιό που έψαλλαν τότε
σεμνόν παιάνα οι Έλληνες, μα σαν να ορμούσαν
μ᾽ ολόψυχη καρδιά στη μάχη, ενώ όλη ως πέρα
τη γραμμή των της σάλπιγγας φλόγιζε ο ήχος·
κι αμέσως τα πλαταγιστά με μιας κουπιά τους
χτυπούνε με το πρόσταγμα την βαθιάν άρμη
και δεν αργούνε να φανούν όλοι μπροστά μας.
Το δεξί πρώτο, σε γραμμή, κέρας ερχόνταν
μ᾽ όλη την τάξη, κι έπειτα κι ο άλλος ο στόλος 400
από πίσω ακλουθά· και τότε ήταν ν᾽ ακούσεις
φωνή μεγάλη από κοντά: «Εμπρός, των Ελλήνων
γενναία παιδιά! να ελευθερώσετε πατρίδα,
τέκνα, γυναίκες και των πατρικών θεών σας
να ελευτερώστε τα ιερά και των προγόνων
τους τάφους· τώρα για όλα ᾽ναι που πολεμάτε.»
Μα κι από μας βουή στην περσική τη γλώσσα
τούς αποκρίνονταν και πια καιρός δεν ήταν
για χάσιμο, μα ευτύς το ένα στο άλλο επάνω
καράβι κρούει τη χάλκινην αρματωσιά του·
Το σύνθημα της εμβολής έδωσε πρώτα
ένα καράβι ελληνικό, που έσπασεν όλα
ενός φοινικικού κορώνες κι ακροστόλια, 410
κι έτσι όλοι στρέφουν ο ένας καταπάνω τ᾽ άλλου.
Λοιπόν, βαστούσε στην αρχή καλά το ρέμα
του στόλου των Περσών, μα όταν στο στενό μέσα
τόσο πλήθος στριμώχτηκαν και δεν μπορούσαν
καμιά βοήθεια ο ένας τ᾽ αλλουνού να δίνουν
κι οι ίδιοι με τις χαλκόστομες συμμεταξύ τους
χτυπιόνταν πρώρες, σπάνανε των κουπιών όλες
μαζί οι φτερούγες και, νά, τότε των Ελλήνων
τα πλοία ένα γύρο με πολλή επιδεξιοσύνη
από παντού χτυπούσανε, και τα σκαριά μας
αναποδογυρίζονταν και δεν μπορούσες
να βλέπεις πια τη θάλασσα που ήταν γιομάτη
από ναυάγια καραβιών κι ανθρώπων φόνο· 420
και βρύαζαν οι γιαλοί νεκρούς κι οι ξέρες γύρου,
ενώ όσα μας εμένανε καράβια ακόμα
τό ᾽βαζαν στο κουπί φευγάλα δίχως τάξη.
Μα εκείνοι, σαν και να ᾽τανε για θύννους ή άλλο
βόλασμα ψάρια, με κουπιά σπασμένα, ή μ᾽ ό,τι
συντρίμμι απ᾽ τα ναυάγια, χτυπούν, σκοτώνουν
κι ένας βόγγος απλώνονταν μαζί και θρήνος
ως τ᾽ ανοιχτά της θάλασσας, όσο που η μαύρη
της νύχτας ήρθε σκοτεινιά κι έβαλε τέλος.
Μα όλο το πλήθος του χαμού, μηδέ κι αν μέρες
δέκα ιστορούσα στη σειρά, θενά ᾽βρισκ᾽ άκρη· 430
γιατί, να ξέρεις, σε μια μέρα ως τώρ᾽ ακόμα
τόσο ποτέ δε χάθηκε ανθρώπων πλήθος.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Οϊμέ, τί πέλαγος κακών πάνω στους Πέρσες
και σ᾽ όλο των βαρβάρων ξέσπασε το γένος!
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Μα ουδέ στη μέση, ξέρε το, δεν είσ᾽ ακόμη
των συμφορών μας· τέτοια ήρθε κατόπι κι άλλη
που δυο φορές κι όσ᾽ άκουσες ν᾽ αντιβαραίνει.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Και ποιά άλλη ακόμα πιο σκληρή θα μπόρειε τύχη
να γενεί; πες μας, ποιά ᾽ναι πάλι αυτή που βρήκε
το στρατό και ξεχείλισε τις συμφορές του; 440
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Όσοι απ᾽ τους Πέρσες πιο τρανοί στη δύναμ᾽ ήταν
με πιο γενναία καρδιά, της αρχοντιάς στολίδια,
και πλάι στο βασιλιά πρώτοι πάντα στην πίστη,
με τον πιο θάνατο άδοξο κι άθλια χαθήκαν.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ω συμφορά μου, η άραχλη και μαύρη μοίρα!
μα σαν ποιός θάνατος λοιπόν τους βρήκε, πε μας;
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Είναι στη Σαλαμίνα εμπρός ένα νησάκι
μικρό, κακό για τα καράβια αραξοβόλι,
που μόνο ο φιλοχορευτής συχνάζει ο Πάνας
στ᾽ ακρογιάλια του· εδώ λοιπόν τους στέλνει ο Ξέρξης 450
που όσους το κύμα εχτρούς καραβοτσακισμένους
στο νησί θα ᾽βγαζε - εύκολη άγρη του χεριού των -
να τους σκοτώνουν και να σώζουν τους δικούς μας
απ᾽ τα στενά της θάλασσας· μα είχε προβλέψει
κακά το μέλλον· γιατ᾽ αφού ο θεός τη δόξα
της νίκης έδωσε στο στόλο των Ελλήνων,
την ίδια μέρα, στα κορμιά φορώντας γύρω
τις χάλκινες αρματωσιές, πήδησαν έξω
απ᾽ τα καράβια κι έζωσαν το νησί ολούθε,
που να μη ξέρουν πού να στρέψουν οι δικοί μας·
γιατί βροχή απ᾽ τα χέρια τους πέφτοντας πέτρες 460
κι από των τόξων τις νευρές βέλη χαλάζι
το θάνατο σκορπούσανε· κι ορμώντας τέλος
μ᾽ ένα επίδρομο πάνω τους, δεξά ζερβά τους
χτυπούν και τα κορμιά των άθλιων κρεοκοπούνε,
ως που κι όλους τους ξέκαμαν πέρα για πέρα.
Έσκουξ᾽ ο Ξέρξης βλέποντας το τόσο βάθος
της συμφοράς· γιατ᾽ είχε πάρει θέση, απ᾽ όπου
όλο μπορούσε το στρατό να ξεχωρίζει,
πάνω σ᾽ όχτο ψηλό κοντά στο περιγιάλι.
Κι αφού έσκισε τα ρούχα του με πικρό κλάμα,
στο στρατό ξάφνου της στεριάς προσταγή δίνει
και χυμά σ᾽ άταχτο φευγιό. Τέτοια ᾽ναι κι η άλλη 470
συμφορά πὄχεις να θρηνείς κοντά στην πρώτη.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ω μαύρη τύχη κι άραχλη! πώς τις ελπίδες
γέλασες των Περσών, κι η εκδίκηση που πήγε
να πάρ᾽ από τη ξακουστή ο γιος μου Αθήνα,
πικρή του βγήκε και δεν έφτασαν οι τόσοι
βάρβαροι που πριν χάλασεν ο Μαραθώνας·
κι ενώ πίστεψε αντίποινα γι᾽ αυτούς να πάρει,
τόσα έσυρε κακά στην κεφαλή του επάνω·
Μα, πε μας, τα καράβια εσύ, πὄχουν γλιτώσει,
πού τ᾽ άφησες; να μας το πεις σωστά γνωρίζεις;
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Των καραβιών που απόμειναν οι κυβερνήτες 480
βιαστικά σ᾽ άταχτο φευγιό το ᾽βαλαν πρίμα·
μα ο επίλοιπος στρατός είχε από τώρα αρχίσει
στη Βοιωτία να χάνεται, κι άλλοι τριγύρω
στις φαιδρές βρύσες δαμασμένοι από τη δίψα
κι άλλοι άδειοι απ᾽ το λαχάνιασμα πέφταν στο δρόμο.
Από κει οι άλλοι εμείς περάσαμε στους τόπους
της Φωκίδας, και στη Δωρίδα, και στον κόρφο
το Μαλιακό, όπου ο Σπερχειός την πεδιάδα
με το ευεργετικό το ρέμα του ποτίζει.
Κι εκείθε η γης των Αχαιών κι οι πολιτείες
της Θεσσαλίας μάς δέχτηκαν τυραγνισμένους
από έλλειψη τροφής, κι άμετροι εδώ από δίψα 490
κι από λιμό - γιατ᾽ ήταν και τα δυο - χαθήκαν.
Στα μέρη φτάσαμ᾽ έπειτα της Μαγνησίας
και στη χώρα των Μακεδόνων, προς το ρέμα
τ᾽ Αξιού και τις βαλτίσιες καλαμιές της Βόλβης
και στ᾽ όρος το Παγγαίο, στη γη την Ηδωνίδα.
Μα σήκωσ᾽ ο θεός τη νύχτα εκείνη πρώιμο
βαρύ χειμώνα κι έπηξε το ρέμα ως πέρα
του αγνού Στρυμόνα, κι όποιος να παραδεχτεί πριν
δεν ήθελε θεούς, με παράκλησες τότε
τους πρόσπεφτε κι ευχές, Γη κι Ουρανό καλώντας.
κι αφού έπαψε όλους τους θεούς να τάζει, αρχίζει 500
τον κρουσταλλόπηχτ᾽ ο στρατός να περνά πόρο.
Μα μόν᾽ όσοι από μας διαβήκαν, πριν οι αχτίνες
του θεού σκορπίσουν, σώθηκαν· γιατί σε λίγο
του ήλιου ο λαμπρός φλογίζοντας τα πάντα κύκλος
πέρασ᾽ ως την καρδιά του πάγου λιώνοντάς τον
κι έπεφταν πάνω επανωτοί· χαρά στον όποιος
μιαν ώρα πιο μπροστά ξεψύχησε και πήγε.
μα όσοι απομείναν κι έτυχε να τη γλιτώσουν,
αφού μόλις και πέρασαν με πολύ κόπο
τη Θράκη, όσοι ξεφύγανε, φτάσανε τέλος
στην πατρική μας γη - μια φούχτ᾽ ανθρώπων μόλις, 510
που να ᾽χει η χώρα των Περσών να κλαίει ποθώντας
την τόση αγαπημένη της πὄχασε νιότη.
Αυτή ᾽ν᾽ η αλήθεια· μα και πάλι πολλ᾽ αφήνω
απ᾽ τα κακά που σώριασε ο θεός στους Πέρσες.
ΧΟΡΟΣ
Ω δαίμονα σκληρότατε, με πόσο βάρος
πήδηξες πάνω στων Περσών όλο το γένος!
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Αλίμονό μου η άμοιρη, πάει ο στρατός μας.
Αχ, όνειρ᾽ ολοφάνερο που είδα τη νύχτα,
πόσο ξάστερα μόδειξες τις συμφορές μας!
μα πέσατ᾽ όξω κι όξω εσείς, οι ονειροκρίτες... 520
Μα μια που τέτοια απόφαση με τη δική σας
τη γνώμη επήρα, θέλω πρώτα να προσπέσω
στους θεούς με προσευχές κι ύστερα απ᾽ τα παλάτια
θα πάω να φέρω για τη Γη και τους νεκρούς μας
να τους προσφέρω πέλανα, ναι μεν, το ξέρω,
για πράματα που τέλειωσαν, μα ίσως και δώσουν
καλύτερ᾽ από δω και μπρος να μας ερθούνε.
Μα και σεις πρέπει σ᾽ αυτά επάνω που μας τύχαν
πιστές για τους πιστούς κυρίους βουλές να βρείτε.
Κι αν τύχει φτάσει ο γιος μου εδώ πριν από μένα,
παρηγοράτε τον εσείς, κι ως τα παλάτια 530
να τονε συνοδέψετε, μήπως στα τόσα
προστέσει τα κακά κι άλλο κανένα επάνω.
ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
ΧΟΡΟΣ
Παντοδύναμε Δία, τώρα που έφτειρες
το περήφανο αμέτρητο στράτευμα
των Περσών, μες στα Σούσα κι Εκβάτανα
πένθος άπλωσες μαύρο.
Μύριες τώρα γυναίκες ξεσκίζουνε
με τ᾽ αδύναμα χέρια τους πέπλους των
και με δάκρυα ποτάμια ολομούσκευτους
πλημμυρούνε τους κόρφους των,
που όλες έχουνε μέρος στο πένθος. 540
Κι οι Περσίδες οι νύφες οι αβρόκλαυτες
να ιδούν πίσω ποθώντας τα ταίρια τους
τ᾽ απαλόστρωτ᾽ αφήνουν κρεβάτια τους
- αναγάλλια της ξέγνοιαστης νιότης των -
και θρηνούν με πιο αχόρταγο κλάμα.
Μα κ᾽ εγώ των αντρών που χαθήκανε
τιμή φέρνω στο θάνατο,
πολυπένθητο θάνατο αλήθεια.
Τώρα πέρα για πέρα θρηνεί
της Ασίας η χώρα π᾽ αδειάζει,
τους οδήγησ᾽ ο Ξέρξης, αλί! 550
τους εχάλασ᾽ ο Ξέρξης, αλί.
κι όλα τα ᾽φερ᾽ ο Ξέρξης στραβά δίχως γνώση
με τα πλοία που πήε ν᾽ αρματώσει.
Γιατί πώς κι ο Δαρείος ποτέ στον καιρό του
δεν προξένησε βλάβη καμιά στο λαό του,
ο Δαρείος βασιλιάς τοξοκράτης
των Σουσίων ο καλός πρωτοστάτης.
Τους πεζούς μας και ναύτες μαζί
σαν κοπάδι πουλιών μαυροφτέρουγο
τα καράβια οδήγησανε, αλί! 560
τα καράβια εχαλάσανε, αλί!
μ᾽ αυτήν πὄχουνε πάθει την πλέρια
συμφορά στων Ιώνων τα χέρια.
Τόσο, που όπως ακούω, μετά βιας
κι ο ίδιος έχει σωθεί ο βασιλιάς
από μέσα από της Θράκης τους καμπίσιους
και χειμωνόδαρτους δρόμους βουνίσιους.
Οι άλλοι όσοι στα βρόχια της Μοίρας
πρωτοκλήρωτοι πέσανε, οϊμέ,
στου Κυχρέα τα ξερόβραχα, οϊμένα, 570
παραδέρνουνε γύρω, οϊμέ.
Ώχου στέναζε, σκίζου, διαλάλησε
ως τα ουράνια βαρειά τη συμφορά σου
και γοερά τα τρισάθλια ξέσυρε
και πικρά φωναχτά σου.
Αχ, φριχτά μες στο κύμα αργασμένα
τα κορμιά τους ξεσκίζουν, οϊμέ,
τα βουβά τα κουτάβια, οϊμένα,
της αμόλυντης θάλασσας, οϊμέ·
μα στα σπίτια πενθούν που τους χάσαν
κι οι γερόντοι γονιοί, που ορφανεύουν, 580
ως τα ουράνια θρηνούν και την πάσα
συμφορά τους μαθαίνουν.
Λίγο ακόμα και πια της Ασίας οι λαοί
στων Περσών δεν ακούνε τον νόμο,
δεν πλερώνουν σαν πριν τα δοσίματα
που τους φόρτωνε η ανάγκη στο νώμο,
κι ούτε ως πρώτα πεσμένοι στα γόνατα
προσταγές θενα δέχονται πια,
γιατί τώρα για πάντα πάει χάθηκε
του μεγάλου η εξουσία Βασιλιά. 590
Κάθε πια φυλακή από τις γλώσσες
των ανθρώπων θα λείψει
κι ο λαός, μια που βγήκε της βίας ο ζυγός
κι απολύθηκε, ελεύτερο στόμα θ᾽ ανοίξει.
Αχ, του Αίαντα το νησί, που ολοτρόγυρα
ζών᾽ η θάλασσα, τώρα μαζί
με το γαίμα κι όλη έχει τη δύναμη
των Περσών καταπιεί.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Όποιος γνωρίζει, φίλοι μου, από δυστυχίες,
ξέρει πως όταν των κακών ξεσπάσ᾽ η μπόρα,
οι άνθρωποι το ᾽χουν κάθε τι να τους τρομάζει· 600
ενώ σαν τους τα φέρνει ο θεός δεξιά, πιστεύουν
πως πάντα ο ίδιος πρίμος θα φυσά της τύχης.
Έτσι όλα τώρα είναι για με φόβο γιομάτα·
στα μάτια εμπρός μου των θεών προβάλλ᾽ η έχθρα
κι όχι χαρμόσυνος ψαλμός βουΐζει στ᾽ αυτιά μου.
Γι᾽ αυτό εδώ τώρα ξαναβγήκ᾽ απ᾽ το παλάτι
χωρίς τ᾽ αμάξια και τα μεγαλεία τα πρώτα,
χοές να φέρω πρόθυμα που εξευμενίζουν
τους πεθαμένους, για του γιου μου τον πατέρα· 610
άσπρο καθάριο από άζευχτη γάλ᾽ αγελάδα
κι απόσταγμα της ανθοεργάτρας, ξανθό μέλι,
μαζί με τρεξιμιό νερό πηγής παρθένας,
κι αυτό τ᾽ ανάμα τ᾽ άδολο απ᾽ άγρια μάνα
καμάρι κι αναγάλλιασμα παλιού κλημάτου,
κι ακόμα της σταχτόχλωρης ελιάς, που πάντα
μες στα φύλλα της ζει, καρπόν ευωδιασμένο
κι άνθη πλεχτά, παιδιά της γης της παντοθρόφας.
Μα εσείς, ω φίλοι, με ύμνους των νεκρών αυτές μου
τις χοές συνοδεύετε και του Δαρείου 620
το πνεύμα κράξετε στο φως, ενώ θα στέλλω
τις προσφορές μου εγώ στους θεούς του κάτω κόσμου.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
ΧΟΡΟΣ
Των Περσών πολυσέβαστη Δέσποινα,
τις χοές σου λοιπόν και συ στέλνε τις
στου Άδη κάτ᾽ απ᾽ τη γη τα βασίλεια,
ενώ με ύμνους και μεις θα ζητήσουμε,
οι θεοί που οδηγούν τους νεκρούς
μες στη γη να μας είναι καλόβουλοι.
Μα ω του κάτω του κόσμου τρισάγιοι θεοί
Γη κι Ερμεία και συ των νεκρών βασιλιά,
τη ψυχή του ανεβάσετε πάνω στο φως, 630
γιατ᾽ αν κάποια γνωρίζει πιο κάλιο από μας
στα δεινά μας γιατρειά,
μόνο αυτός θα μας έλεε το τέλος.
Μ᾽ ακούει τάχα ο μακαρίτης
ο ισόθεος βασιλιάς,
που με καλονόητη γλώσσα, γλώσσα περσικιά,
με βαριόκλαυτα του κράζω μοιρολόγια
και πικρά ξεφωνητά;
Όσο φτάνω πιο ψηλά θα διαλαλήσω
την πανάθλια που μας βρήκε συμφορά.
Μ᾽ ακούει τάχα από τον τάφο του βαθειά;
Μα ω συ Γη κι οι άρχοντες οι άλλοι 640
κάτω των νεκρών,
μες απ᾽ τα βασίλειά σας στρέξετε στο φως
η περήφανη ν᾽ ανέβει μακαρία ψυχή,
των Περσών ο Σουσογέννητος Θεός.
Στείλετέ μας τον επάνω, που όμοιο ακόμα
ως τα τώρα σαν αυτόν
της Περσίας δεν εσκέπασε το χώμα.
Πολυαγάπητος αλήθεια ο άντρας
πολυαγάπητος κι ο τάφος,
γιατί τέτοια ψυχή κρύβει αγαπημένη.
Αϊδωνέα, στείλε μας τονε ν᾽ ανέβει
στο φως έξω, Αϊδωνέα, 650
τον ασύγκριτο Δαριάνα βασιλέα.
Γιατ᾽ εκείνος δεν επήγαινε ποτέ του
μ᾽ άδικες φθορές πολέμου
να χαλάσει το στρατό του,
και Θεού σοφία οι Πέρσες τον ελέγαν
κι ήτανε Θεού σοφία
κι άξια πάντα κυβερνούσε το λαό του.
Βασιλιά μας, έλ᾽ αρχαίε μου βασιλιά,
έλα φάνου
στην κορφήν αυτού του τάφου σου εδώ πάνου
το κροκόβαφο έλα σήκωσε το σάνταλο 660
του ποδιού σου ως εδώ πέρα
κι ας να λάμψει μπρος στα μάτια μας το φάλαρο
της τιάρας σου, πατέρα·
μπρόβαλ᾽ άκακε Δαριάνα βασιλέα.
Για ν᾽ ακούσεις νέα κι ανάκουστα κακά
έλα φάνου,
ω του αφέντη μας αφέντη βασιλιά,
κι ολοτρόγυρα έχει απλώσει μια μαυρίλα
σα θανάτου καταχνιά,
γιατ᾽ η νιότη μας, πατέρα,
πάει χάθηκε όλη πια, 670
μπρόβαλ᾽ άκακε Δαριάνα βασιλέα.
Αχ αλί μου, αλίμονό μου
Ω που τόσο έχουνε κλάψει όλ᾽ οι λαοί σου
τη θανή σου,
τί ᾽ναι αφέντη, τί ᾽ναι αφέντη αυτή που τώρα
διπλή βρήκε συμφορά όλη τη χώρα;
πάει χάθηκε ο στρατός μας
πάνε χάθηκαν τα τρίσκαρμα καράβια,
ξεκαράβια, ξεκαράβια! 680
ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΔΑΡΕΙΟΥ
Ω μέσα στους πιστούς πιστοί και της δικής μου
σύντροφοι νιότης, Πέρσες γηραλέοι, ποιός τάχα
πόνος να ᾽βρε την πόλη μου; κλαίεται, χτυπιέται,
και ξεσκίζεται η γης· στον τάφο μου από πάνω
βλέποντας τη γυναίκα μου παίρνω ένα φόβο,
κι ευτύς με προθυμιά δέχτηκα τις χοές της.
μα και σεις γύρω εδώ στο μνήμα μου θρηνείτε
και με στριγγόφωνα βουητά και ψυχοξόρκια
με κράζετε πονετικά· μα είναι καθόλου
εύκολο το έβγα κι οι θεοί του κάτου κόσμου
να παίρνουν πιο καλοί παρά να δίνουν πίσω. 690
μα εγώ, χάρη στ᾽ αξίωμα του κρατώ κοντά τους,
ήρθα· μα βιάσου, μη μου βρουν πως θα ᾽χω αργήσει·
ποιά νέα βαραίνει συμφορά πάνω στους Πέρσες;
ΧΟΡΟΣ
Δεν τολμώ να υψώσω μάτι,
δεν τολμώ ν᾽ ανοίξω στόμα
μπρος σου, απ᾽ το αρχαίο το σέβας.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Μ᾽ αφού βγήκα τραβηγμένος απ᾽ τους θρήνους σου στο φως,
σύντομα, με δίχως λόγια να μακραίνεις περιττά,
λέγε, τέλειων᾽ όλα κι άφησ᾽ τη ντροπή που μου κρατάς.
ΧΟΡΟΣ
Τρέμω, πώς να σου υπακούσω, 700
πώς ν᾽ ανοίξω εμπρός σου στόμα
για όσα κάλλιο μην τ᾽ ακούσεις.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Μ᾽ αφού ο αρχαίος εσένα φόβος σου αντιστέκει της ψυχής,
γηραλέα συντρόφισσά μου, εσύ γυναίκα αρχοντικιά,
άφησ᾽ πια τα κλάματά σου και τους στεναγμούς σου αυτούς
κι έλα πε μου μιαν αλήθεια· στους ανθρώπους συμφορές
πάντοτε μπορεί να τύχουν και τους βρίσκουνε πολλά
κι απ᾽ τη θάλασσα βγαλμένα κι από τη στεριά κακά,
όσο θα μακρύνει ο δρόμος της ζωής των και πιο μπρος.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ω εσύ, που όλους τους ανθρώπους πέρασες στην ευτυχία
με την άφταστή σου μοίρα, γιατί κι όσο ήσουν στο φως, 710
ζηλευτός μέσα στους Πέρσες, τη ζωή σου ωσάν θεός
πέρασες μακαρισμένα· μα και τώρα πιο πολύ
σε ζηλεύω, που πριν τέτοιας συμφοράς άβυσσο ιδείς,
πέθανες, Δαρείε· γιατ᾽ άκου με δυο λόγια να στα πω.
πάει και πάει η δύναμη όλη των Περσών, μπορείς να πεις.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Με ποιό τρόπο; έπεσε αρρώστεια, ή από εμφύλιο σπαραγμό;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Όχι· μα όλος στην Αθήνα κοντά χάθηκε ο στρατός.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Και ποιός, πε μου, από τους γιους μου τον οδήγαε κατά κει;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ο πολεμόχαρος ο Ξέρξης, που άδειασ᾽ όλη μας τη γη.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Και πεζός, ή με καράβια ρίχτηκε στην τρέλα αυτή;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Και τα δυο μαζί· διπλό ήταν μέτωπο διπλού στρατού. 720
ΔΑΡΕΙΟΣ
Και τη θάλασσα πώς τόσος πεζός πέρασε στρατός;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τον πορθμό έζεψε της Έλλης να ᾽χει στράτα να διαβεί.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Έφτασε ως αυτού, να κλείσει το μεγάλο Βόσπορο;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Έτσι ᾽ναι· το νου του κάποιος βέβαια θ᾽ άγγιξε θεός.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Φοβερός θεός, οϊμένα, που του πήρε τα μυαλά.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Και μπορείς να δεις τί τέλος που του φύλαγε κακό.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Τί έπαθαν λοιπόν που τόσο να στενάζετε γι᾽ αυτούς;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ο χαμός του στόλου αιτία να χαθεί ήταν κι ο στρατός.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Κι έτσι τέλεια απ᾽ το κοντάρι πάει ολάκερος λαός;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τόσο, που άδεια απ᾽ άντρες όλα κλαίουν τα Σούσα και θρηνούν. 730
ΔΑΡΕΙΟΣ
Κρίμας ο στρατός μας, η άξια βοήθεια μας κι απαντοχή!
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Κι όλοι οι Βάκτριοι παν χαθήκαν και δε θα ᾽χει γέρους πια.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Α, ο ταλαίπωρος, τί νιότη πὄφτειρε συμμαχική!
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Μόνος κ᾽ έρμος, λένε, ο Ξέρξης μ᾽ όχι και πολλούς μαζί -
ΔΑΡΕΙΟΣ
Πώς και πού έχει καταντήσει; να ᾽χει τάχα και σωθεί;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Με χαρά είδε τα γιοφύρια που έζεβαν τις δυο στεριές.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Κι είν᾽ αλήθεια, να ᾽χει φτάσει στην Ασία εδώ γερός;
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ναι, όλοι το ᾽χουν αυτό βέβαιο και κανείς δε λέει αλλιώς.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Αχ, τί γρήγορα το τέλος ήρθε των χρησμών! κι ο Δίας
στου ίδιου του παιδιού μου επάνω το κεφάλι έκαμε έτσι
να ξεσπάσουν οι μαντείες· και γελιόμουν πάντα εγώ 740
πως οι θεοί ίσως και ν᾽ αφήναν χρόνια να περνούσαν πριν.
μα όταν ο άνθρωπος τα σπρώχνει, βάζει χέρι κι ο θεός.
Τώρα φαίνεται έχει ανοίξει για όλους τους δικούς πληγή
συμφορών κι ήτανε ο γιος μου, δίχως να καλοσκεφθεί
με της νιότης του τη βράση, που κατάφερε όλ᾽ αυτά·
που φαντάστηκε σα δούλο με αλυσίδες τον ιερό
τον Ελλήσποντο να τρέχει πως θα σταματούσε αυτός,
το θεϊκό ρέμα του Βοσπόρου, και ν᾽ αλλάξει τη μορφή
του πορθμού και βάζοντάς του σφυροχτύπητα δεσμά
στράτ᾽ απέραντη ν᾽ ανοίξει στο μεγάλο του στρατό·
κι άνθρωπος αυτός, πως όλους θα νικούσε τους θεούς
και μαζί τον Ποσειδώνα, πίστεψε ο άμυαλος! λοιπόν 750
πώς δεν ήταν του νου βλάβη που έπιασε το γιο μου αυτή;
Μα φοβούμαι, ο άπειρος ο πλούτος, τόσων κόπων μου καρπός,
μη γενεί οποιανού προφτάσει απ᾽ τους ανθρώπους αρπαγή.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Τέτοια μάθαιν᾽ από φίλους, που ᾽χε γύρω τους κακούς
ο αψύς Ξέρξης· και του λέγαν πως εσύ πλούτο πολύ
μάζεψες για τα παιδιά σου στους πόλεμους· ενώ αυτός
μες στο σπίτι, όχι σαν άντρας, σέρνει μόνο το σπαθί
και καθόλου δεν αυξαίνει του πατέρα του το βιος.
τέτοιους ντροπιασμούς ν᾽ ακούει κάθε μέρα απ᾽ τους κακούς
φίλους, το ᾽βαλε στο νου του κι αποφάσισε κι αυτός
να σηκώσει κατά πάνω στην Ελλάδα το στρατό.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Οι εργάτες είν᾽ αυτοί λοιπόν της πιο μεγάλης
κι αξέχαστης καταστροφής, που τέτοια ως τώρα 760
δε ρήμαξε ποτέ τη πόλη αυτή των Σούσων,
απ᾽ όταν παραχώρησεν ο Δίας πατέρας
σ᾽ έν᾽ άντρα το προνόμιο αυτό, να εξουσιάζει
ολόκληρη την προβατόθροφην Ασία
και να την κυβερνά με το σκήπτρο στο χέρι.
Του στρατού πρώτος βασιλιάς γένηκε ο Μήδος,
και το έργο του αποτέλειωσε κατόπι ο γιος του,
γιατ᾽ είχε στις ορμές κυβερνήτη το νου του·
Τρίτος ο Κύρος, βασιλιάς ευτυχισμένος,
που χάρισεν ειρήνη σ᾽ όλους τους λαούς του
κι ακόμα τους Λυδούς υπόταξε και Φρύγες 770
και δάμασ᾽ όλη με τη βιά την Ιωνία,
γιατ᾽ είχε γνώση κι ο θεός εχθρός δεν του ήταν.
Ο γιος του Κύρου ο τέταρτος ήταν στρατάρχης,
πέμπτος βασίλεψεν ο Μάρδης, της πατρίδας
και των αρχαίων των θρόνων ντρόπιασμα, ως που μέσα
στα παλάτια με δόλο ο άξιος ο Αρταφέρνης
μ᾽ άλλους μαζί τον σκότωσε πιστούς συντρόφους,
που αυτό το χρέος τους έπεφτε. Κι εγώ κατόπι,
αφού ο λαχνός μού πέτυχε που επιθυμούσα,
πολλούς πολέμους σήκωσα με στρατών πλήθη, 780
δίχως ποτέ αφορμή τόσου κακού να γίνω
στη χώρα μου· μα ο γιος μου ο Ξέρξης, σα νέος που ᾽ναι,
έχει μυαλά νεανικά και δε θυμάται
τις πατρικές παραγγελιές μου. Μα εσείς, φίλοι
συνομήλικοι, ξέρετε καλά, πως όλοι
οι άλλοι μαζί, που αυτό ανεβήκαμε το θρόνο,
δε θα βρεθεί τόσο κακό να ᾽χομε κάμει.
ΧΟΡΟΣ
Λοιπόν, σε ποιό συμπέρασμα τα λόγια αυτά σου,
βασιλέα Δαρείε, σταματούν; πώς θα μπορούσε
κι ύστερ᾽ ακόμα απ᾽ όλ᾽ αυτά για μας τους Πέρσες
να στρέψει πάλι στο καλύτερον η τύχη;
ΔΑΡΕΙΟΣ
Αν πια πολέμους δεν κινήσετε στον τόπο 790
των Ελλήνων, ούτε κι αν πιότερο είναι ακόμα
το μηδικό το στράτευμα· γιατί την ίδια
τη χώρα τους έχουν εκείνοι σύμμαχό τους.
ΧΟΡΟΣ
Τί θες να πεις; και πώς την έχουν σύμμαχό τους;
ΔΑΡΕΙΟΣ
Τους πάρα και πολλούς σκοτώνει με την πείνα.
ΧΟΡΟΣ
Θα στείλομ᾽ εκλεχτό στρατό ελαφροζωσμένους.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Μα ουδέ κι αυτός, πὄμεινε τώρα στην Ελλάδα,
του γυρισμού του θενα βρει το δρόμο πίσω.
ΧΟΡΟΣ
Τί λες, λοιπόν δεν πέρασ᾽ όλος των βαρβάρων
ο στρατός τον Ελλήσποντο απ᾽ την Ευρώπη;
ΔΑΡΕΙΟΣ
Όχι, μα λίγοι από πολλούς, αν κανείς πρέπει 800
στις προφητείες τις θεϊκές να δίνει πίστη
βλέποντας όσα βγήκαν ως τα τώρ᾽ αλήθεια,
γιατί δεν αληθεύουν άλλες, κι άλλες όχι.
Κι αν έτσ᾽ είναι, στηρίχτηκε σ᾽ ελπίδες κούφιες
π᾽ άφησ᾽ ο Ξέρξης διαλεχτό στρατού εκεί πλήθος·
και τώρα μένουν όπου ο Ασωπός ποτίζει
τον κάμπο, θρέφοντας την γη των Βοιωτών του.
Κι εδώ είναι η πιο χειρότερη που τους προσμένει
να πάθουν συμφορά, για την αποκοτιά τους
και τ᾽ άθεα τα φρονήματα· γιατί σαν ήρθαν
στης Ελλάδας τη γη, δεν κρατήθηκαν χέρι
στ᾽ αγάλματα των θεών ιερόσυλο μη βάλουν
και φωτιά στους ναούς· και τώρα είν᾽ οι βωμοί τους 810
αφανισμένοι και συθέμελα απ᾽ τη ρίζα
των θεών τ᾽ άγια ανάκατα στη γη στρωμένα.
Απ᾽ όσα λοιπόν έπραξαν, όχι πιο λίγα
κακά παθαίνουν, κι άλλα μέλλουνται, κι ακόμα
πάτο δε βρήκε η συμφορά, μα όλο ανεβαίνει·
τόση σφαγή θενα γενεί κι αιμάτου πήχτρα
στη γη των Πλαταιών από τη δώρια λόγχη,
που ως την τριτόσπαρτη γενιά των νεκρών στοίβες
άφωνα θενά λεν στα μάτια όσων τις βλέπουν,
πως άνθρωπος θνητός δεν πρέπει να το παίρνει
απάνω του παρά πολύ, γιατ᾽ η περφάνεια 820
μεστώνοντας καρποφοράει ολέθρου στάχυ,
απούθε ο πολυδάκρυτος τρυγιέται θέρος.
Την τέτοια λοιπόν βλέποντας την πλερωμή τους,
μη ξεχνάτε την Αθήνα και την Ελλάδα
κι ας μην καταφρονά κανείς τ᾽ αγαθά πὄχει,
μην πάει και χάσει, άλλα ζηλεύοντας, το βιο του.
γιατί βαρύς κριτής στέκει από πάνω ο Δίας
που την υπέρμετρη έπαρση σκληρά κολάζει.
Εσείς λοιπόν, αφού του λείπει εκείνου η γνώση,
στα σύγκαλά του φέρτε τον με νουθεσίες, 830
μην την αντίθεη τύφλωση του νου του αφήσει
και τη θρασειά του αποκοτιά. Μα εσύ του Ξέρξη
καλή γριά μάνα πήγαινε από μέσα πάρε
την πιο λαμπρή στολή να υποδεχτείς το γιο σου,
γιατ᾽ ένα γύρω επάνω του ξεσκλίδια ρεύουν
από της συμφοράς τον πόνο ξεφτισμένα
της πολυξόμπλιαστης τα φάδια φορεσιάς του·
και συ με τα καλά σου λόγια ημέρωνέ τον,
γιατί εσέ μόνο, ξέρω, θα δεχτεί ν᾽ ακούσει.
Μα τώρα εγώ γυρνώ κάτω στης γης τα σκότη·
και σεις, γερόντοι, χαίρετε και μέσα ως τόσο 840
σ᾽ αυτές τις συμφορές δίνετε της ψυχής σας
όση αναγάλλια η πάσα μια θα φέρνει μέρα·
για τους νεκρούς τίποτα δε φελούν τα πλούτη.
ΧΟΡΟΣ
Αχ, πόσο ακούοντας σπάραξα τα όσα μας βρήκαν
τωρινά πάθη κι όσα είναι να ᾽ρθουν ακόμα.
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Ω μαύρη μοίρα, πόσος με γιομίζει πόνος
να βάζω αυτά στο νου μου τα κακά, μ᾽ απ᾽ όλα
με σκίζει εκείνο πιο πολύ, ν᾽ ακούω την τόση
της φορεσιάς του καταφρόνια, που σκεπάζει
του γιου μου το κορμί· μα τώρα πάω να πάρω
στολή από μέσα, για να δω πώς το παιδί μου
θα υποδεχτώ· γιατί ποτέ στη δυστυχία 850
δεν θα προδώσουμε ό,τι πιότερο αγαπούμε.
ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
ΧΟΡΟΣ
Αχ, τί μεγάλη, αλήθεια, κι όμορφη για μας
καλοκυβέρνητ᾽ η ζωή μας που περνούσε,
τότε που ο γηραλέος ο βασιλιάς
με χέρι παντοδύναμο και μ᾽ άκακη καρδιά
ο ανίκητος ο ισόθεος
Δαρείος τη χώρα κυβερνούσε.
Και πρώτ᾽ απ᾽ όλα ξεσηκώναμε στρατούς
στον κόσμο ξακουστούς, που πέρναν
κι έριχταν κάτω κάστρα πυργωτά· 860
κι οι γυρισμοί απ᾽ τον πόλεμο δίχως καμιά ζημιά
στα ευτυχισμένα σπίτια μας
πίσω με δόξα και τιμή μας φέρναν.
Πόσες δεν πήρε εκείνος πολιτείες, χωρίς
του Άλη το ρέμα να περάσει,
κι ουδ᾽ απ᾽ τα σπίτια του έξω βγει,
καθώς τις ποταμίσιες γύρω εκεί
στης λίμνης της Στρυμόνιας τα νερά,
που γειτονεύουν με τη Θράκη. 870
Κι εκείνες, που έξω από τη λίμνη, κατά τη στεριά,
τριγύρω πύργοι δυνατοί τις ζώνουν
υπάκουες ήταν του δικού μας βασιλιά,
κι όσες γύρω στης Έλλης την πλατειά ποριά,
κι η Προποντίδα όλ᾽ η βαθύκορφη
και το στενό άνοιγμα του Πόντου.
Και τα νησιά τα κυματοπερίβραχτα
που γύρ᾽ από τον πελαγίσιο κάβο 880
βρίσκουνταν τη στεριά μας κοντινά
καθώς η Λέσβο, η Σάμο η ελιόφυτη
Χίο, Πάρο, Νάξο, Μύκονο,
και κολλητά στην Τήνο ή Άντρο.
Κι ακόμα είχε δικές του μες στη θάλασσα
κι από τη μια στεριά ως την άλλη
τη Λήμνο, Ρόδο, Κνίδο κι Ικαριά 890
τις πολιτείες της Κύπρος Πάφο, Σόλους
και τη Σαλαμίνα, που η μητρόπολή της σήμερα
σ᾽ αυτούς τους στεναγμούς μάς έχει βάλει.
Και στων Ελλήνων την Ιωνική τη γη,
τις πολυάνθρωπες και πλούσιες πολιτείες
που πήραμε, ήταν η βουλή του· 900
μα είχανε δύναμη ακατάλυτη
κι οι αρματομάχοι οι άντρες του
κι οι μαζωχτοί απ᾽ ολούθ᾽ επίκουροί του.
ΕΞΟΔΟΣ
ΞΕΡΞΗΣ
Οϊμέ!
Συμφορά μου, ο βαριόμοιρος! τί ᾽τανε
η φριχτή κι η πιο απ᾽ όλα ανεπάντεχη
συμφορά που μου σύντυχε; 910
με ποιά ανήμερη μάνητα ο δαίμονας
στων Περσών τη γενιά πάνω χύμηξε!
Ο άθλιος τί να γενώ; μου κοπήκανε
γόνα κι ήπατα, που είδα της χώρας μου
τους γερόντους αυτούς. Αχ, δεν ήτανε
θε μου, μ᾽ όλους τους άλλους που χάθηκαν
να με σκέπαζε
του θανάτου κι εμένανε η μοίρα!
ΧΟΡΟΣ
Ωχ αλί βασιλιά! τρισαλί μου
ο γενναίος μας στρατός κι η Περσόνομη
τρανή δόξα και ηρώων το καύχημα 920
που τους θέρισε
το δρεπάνι του Χάροντα τώρα.
Θρηνεί η χώρα τα νιάτα του τόπου της
που μακέλεψ᾽ ο Ξέρξης στοιβάζοντας
από Πέρσες τον Άδη· κι αρίφνητοι
χαροκόποι, όλο τ᾽ άνθος της χώρας μας,
τοξομάχοι τρανοί, πλήθη ολόπυκνα,
η καλή απαντοχή μας, αλίμονο,
χίλιοι μύριοι για πάντα χαθήκανε·
κι η Ασία μαζί των στα γόνατα
θλιβερά και βαρειά,
βασιλιά μου, έχει γείρει. 930
ΞΕΡΞΗΣ
Κι είμ᾽ εγώ - να με κλαις
τον τρισάθλιο - που, αλίμονο,
για δυστυχία εγεννήθηκα
της γενιάς και της χώρας μου.
ΧΟΡΟΣ
Κακόσυρτο ξεφωνητό,
κακομελέτητο σκοπό
Μαρυανδυνού θα βγάλω μοιρολόγου
μέσα στα δάκρυά μου πνιχτό
να χαιρετήσω, οϊμέ, το γυρισμό σου. 940
ΞΕΡΞΗΣ
Κόψετε κλάμα κι οδυρμό
και κακοβούητο στρίγγιασμα, οϊμέ,
αφού έτσι τώρα η μοίρα μου
ενάντια έχει στραφεί για με.
ΧΟΡΟΣ
Θα σύρω, ναι, βαριόκλαυτο οδυρμό,
φόρο άξιο για τ᾽ ανάκουστά μας πάθη,
που πάνω μας βαρέσανε στη θάλασσα
και θρηνολόγος της γενιάς και χώρας μας
θα σκούζω βουτημένος μες στο δάκρυ.
ΞΕΡΞΗΣ
Των Ιώνων ήταν που μας άρπαξε 950
των Ιώνων ο καραβομάχος
ο Άρης, που βάρυν᾽ απ᾽ το μέρος τους,
θερίζοντας τη μαύρη άπλα της θάλασσας
και τους κατάρατους γιαλούς και βράχους.
ΧΟΡΟΣ
Ώχου μου σκούζω, μα ρωτώ
για όλους να μάθω, πού ᾽ν᾽ οι τόσοι
οι φίλ᾽ οι άλλοι; πού οι πιστοί σου ακόλουθοι
ο Φαραντάκης, Σούσαντας
Πελάγωνας, Δοτάμης κι ο Αγδαβάτης,
Ψάμμης κι ο που τ᾽ Αγβάταν᾽ άφησε 960
να σ᾽ ακλουθήσει Σουσισκάνης;
ΞΕΡΞΗΣ
Τους άραχλους τους άφησα,
αφού από Τυριανή γαλέρα
βουλιάξανε, να παραδέρνουνε
γύρω στης Σαλαμίνας τους γιαλούς
χτυπώντας την τραχιά τη ξέρα.
ΧΟΡΟΣ
Ώχου μου, πού ᾽ναι κι ο Φαρνούχος σου,
πού ᾽ν᾽ ο γενναίος ο Αριόμαρδός σου;
πού κι ο Σευάκης βασιλιάς,
ο Λίλαιος, ξακουστή γενιά, 970
ο Μέμφης, πού ο Υσταίχμιος
Μασίστρας, Αρτεμβάρης, Θάρυβης,
σε ρωτώ πάλι, πες μας;
ΞΕΡΞΗΣ
Οϊμέ, οϊμένα την πανάρχαια
την μισητήν Αθήνα ήταν να δούνε
κι όλοι τους τώρα μια βουτιά,
αλί μου, αλί μου, στη στεριά
οι δόλιοι σπαρταρούνε.
ΧΟΡΟΣ
Κι ακόμα και τον πάντα σου πιστό
μες στους πιστούς, τον οφθαλμό σου,
που μύριους μύριους σού μετρούσε το στρατό 980
τον Άλπιστο το γιο του Βατανώχου
και το Σησάμα του Μεγάβατου παιδί,
τον Πάρθο το μεγάλο κι Οϊβάρη
τους άφησες, τους άφησες κι αυτούς εκεί,
αλί στους δύστυχους, αλί,
συμφορές πιο από συμφορές
στους ξακουστούς Πέρσες να λες.
ΞΕΡΞΗΣ
Ωχ, τί λαχτάρα και καημό
για τους γενναίους μου τους συντρόφους
μου ζωντανεύεις, όσο λες
τ᾽ αξέχαστα μαύρα κακά! 990
βογγάει μέσα μου η καρδιά.
ΧΟΡΟΣ
Μ᾽ ακόμα πόσους κι άλλους λαχταρώ·
τον π᾽ οδηγούσε μύριους Μάρδους Ξάνθη
και τον Αγχάρη και τον πολεμόχαρο
Διάιξη και τον Αρσάμη
τον αρχικαβαλάρη,
και το Δαδάκη και το Λύθιμνο,
τον Τόρμο τον αχόρταγο στη μάχη.
χάνω το νου, χάνω το νου,
που γύρω από το τροχόσυρτο 1000
κουβούκλι σου δε σ᾽ ακλουθούν.
ΞΕΡΞΗΣ
Πάνε χαθήκαν όλ᾽ αυτοί, που μου οδηγούσαν το στρατό.
ΧΟΡΟΣ
Πάνε χαθήκαν, ω ντροπή, με θάνατο κακό.
ΞΕΡΞΗΣ
Αλί μου εγώ, αλί μου εγώ.
ΧΟΡΟΣ
Αλί μου, αλί, από το Θεό
τ᾽ ανόρπιστο ήβρε μας κακό.
πώς ξεχωρίζ᾽ η θεϊκιά
κατάρα, φανερά!
ΞΕΡΞΗΣ
Πόσο μας χτύπησε σκληρά για πάντα η συμφορά.
ΧΟΡΟΣ
Μας χτύπησε, φως φανερό,
ΞΕΡΞΗΣ
Μ᾽ ανάκουστο ξολοθρεμό. 1010
ΧΟΡΟΣ
Ώρα κακιά τα Ιωνικά
σκαριά αντικρίσαμε σκαριά
και βγήκε ο πόλεμος κακός
στο γένος των Περσών.
ΞΕΡΞΗΣ
Πώς όχι; ω χτύπημα βαρύ,
τόσος στρατός να μου χαθεί!
ΧΟΡΟΣ
Τί δεν εχάθη απ᾽ την πολλή
τη δύναμη την Περσική!
ΞΕΡΞΗΣ
Βλέπεις τί μένει τώρα πια
απ᾽ τη δική μου αρματωσιά.
ΧΟΡΟΣ
Το βλέπω, βλέπω, ναι!
ΞΕΡΞΗΣ
Και τη σαϊτοδόχ᾽ αυτή - 1020
ΧΟΡΟΣ
Τί λες ακόμα έχει σωθεί;
ΞΕΡΞΗΣ
Τη βελοθήκη μοναχή.
ΧΟΡΟΣ
Και πάρα λίγα από πολλά.
ΞΕΡΞΗΣ
Χάθηκε κάθε απαντοχή.
ΧΟΡΟΣ
Αχ, των Ιώνων ο στρατός
δεν φεύγει στον εχθρόν εμπρός.
ΞΕΡΞΗΣ
Γενναίος αλήθεια, μα κακό
τέτοιο δεν έλπιζα να δω.
ΧΟΡΟΣ
Θέλεις να πεις για το φευγιό
του τόσου πλήθους καραβιών;
ΞΕΡΞΗΣ
Πόσχισ᾽ απάνω μου κι αυτά
τα ρούχα από τη συμφορά. 1030
ΧΟΡΟΣ
Το βλέπω, βλέπω ναι!
ΞΕΡΞΗΣ
Όσο να κλάψεις λίγο ᾽ναι.
ΧΟΡΟΣ
Διπλά κακά και τρίδιπλα.
ΞΕΡΞΗΣ
Λύπη σ᾽ εμάς, του εχτρού χαρά
ΧΟΡΟΣ
Και μας κοπήκαν τα φτερά·
ΞΕΡΞΗΣ
Πάει μου η κάθε συνοδειά.
ΧΟΡΟΣ
Που τους δικούς μας, τρισαλιά,
βρήκε στο κύμα ώρα κακιά.
ΞΕΡΞΗΣ
Κλαίε και κλαίε τα πάθη μου και μέσα έρχου μαζί.
ΧΟΡΟΣ
Ω πάθος, πάθος, τρισαλί!
ΞΕΡΞΗΣ
Αντίφωνο στους θρήνους μου κόψε στριγγό βουητό. 1040
ΧΟΡΟΣ
Απ᾽ άθλιους σ᾽ άθλιους, δόσιμο κακό.
ΞΕΡΞΗΣ
Ξεφώνησε με σπαραχτή μαζί με με φωνή
αλί και τρισαλί.
ΧΟΡΟΣ
Αλί και τρισαλί!
βαρειά ᾽ναι αλήθεια η συμφορά,
μα κι αυτό παρα με πονεί.
ΞΕΡΞΗΣ
Σπάραζε, δέρνου, στέναζε για χάρη μου
ΧΟΡΟΣ
Θρηνώ με πόνο και καημό.
ΞΕΡΞΗΣ
Κι αντίφωνο στους θρήνους μου κόψε στριγγό βουητό.
ΧΟΡΟΣ
Δε λείπει αφέντη, η αφορμή.
ΞΕΡΞΗΣ
Ξεφώνησε πιο σπαραχτά λοιπόν και πιο ψηλά.
αλί και τρισαλί. 1050
ΧΟΡΟΣ
Αλί και τρισαλί!
κι άθλια θα σμίξουν θλιβερά
δερνοχτυπήματα ξανά.
ΞΕΡΞΗΣ
Χτύπα τα στήθια και ουρλιαχτό χούγιαξε Μυσιανό.
ΧΟΡΟΣ
Ω πόνοι, ω συμφορά!
ΞΕΡΞΗΣ
Και το λευκό το γένι σου τραβά το μαδιστό.
ΧΟΡΟΣ
Σύρριζα νά, σύρριζα νά.
ΞΕΡΞΗΣ
Και κόψε οξειά ξανά στριγγιά.
ΧΟΡΟΣ
Κι αυτό θα κάμω, νά!
ΞΕΡΞΗΣ
Σκίζε τα ρούχ᾽ απάνω σου με χέρια χέρια αψά. 1060
ΧΟΡΟΣ
Ω πόνοι, ω συμφορά!
ΞΕΡΞΗΣ
Και το στρατό μας κλαίοντας τράβα σου τα μαλλιά.
ΧΟΡΟΣ
Σύρριζα νά, σύρριζα νά!
ΞΕΡΞΗΣ
Κι ας ρέουν τα μάτια σου ρονιά.
ΧΟΡΟΣ
Με πλημμυρούνε, νά·
ΞΕΡΞΗΣ
Αντίφωνο στους θρήνους μου κόψε στριγγό βουητό.
ΧΟΡΟΣ
Αλί και τρισαλί!
ΞΕΡΞΗΣ
Και στα παλάτια σύρετε με θρήνο κι αναστεναγμό.
ΧΟΡΟΣ
Αλί και τρισαλίμονό μου εγώ. 1070
ΞΕΡΞΗΣ
Μέσα στην πόλη, ωχού βοή.
ΧΟΡΟΣ
Αλήθεια θρήνος και βοή.
ΞΕΡΞΗΣ
Σκούζετε, θλιβερή πομπή.
ΧΟΡΟΣ
Ώχου κακοπερπάτητη γη της Περσίας γη!
ΞΕΡΞΗΣ
Ώχου γι᾽ αυτούς που χάθηκαν στα τρίσκαρμα σκαριά.
ΧΟΡΟΣ
Και σένα τώρα προβοδώ με κακοθρήνητα γουητά!